Συγκρίνοντας την βυζαντινή αγιογραφία με την αντίστοιχη αναγεννησιακή θρησκευτική ζωγραφική, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν πολλές και ουσιαστικές διαφορές, οι οποίες καθιστούν την αγιογραφία μια μοναδική τέχνη.
Στα θρησκευτικά θέματα της Δύσης κυριαρχεί ο ρεαλισμός και ο ανθρωπομορφισμός. Όλα ζωγραφίζονται όπως ακριβώς φαίνονται. Τα πρόσωπα των αγίων είναι αμετουσίωτα και κοσμικά, πιστά αντίγραφα των μοντέλων που χρησιμοποίησε ο ζωγράφος. Στην βυζαντινή εικόνα όλα πρέπει να μετουσιωθούν σε πνεύμα. Όλα πρέπει να αγιασθούν, ακόμη και τα άψυχα, τα βουνά τα δένδρα τα κτίρια. Τίποτε δεν πρέπει να μείνει όπως φαίνεται.
Το ύφος της βυζαντινής εικονογραφίας είναι ποιητικό και λιγότερο κοσμικό. Οι εικόνες δεν μοιάζουν με φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες είναι ρεαλιστικές, άψογα αντίγραφα των προσώπων που παριστούν, άλλα εικονίζουν μόνο το επιφανειακό και όχι το εσώτερο. Ο αγιογράφος λαμβάνει υπόψη τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του αγίου, αλλά τα ζωγραφίζει με τέτοιο τρόπο ώστε η εικόνα να προβάλει περισσότερο την αγιοσύνη και λιγότερο την εξωτερική του εμφάνιση. Όλα τα έργα της κοσμικής ζωγραφικής είναι επηρεασμένα από τα συναισθήματα, τις ιδέες και την ψυχική κατάσταση του καλλιτέχνη. Μια τέτοια εικόνα, στην οποία κυριαρχεί το προσωπικό και το υποκειμενικό, δεν μπορεί να έχει καμιά λειτουργική αξία.
Η ορθόδοξη αγιογραφία βαδίζει στο μονοπάτι της αυταπάρνησης, της υποταγής του «εγώ», το οποίο συνθλίβεται μπροστά στην αποκαλυφθείσα αλήθεια. Η αγιογραφία είναι εκκλησιαστικό διακόνημα και το έργο του αγιογράφου μοιάζει με το έργο του ιερέως. Ο άγιος Θεοδόσιος ο ερημίτης μας λέει: « ο ένας συνθέτει το Σώμα και το αίμα του Κυρίου και ο άλλος το παριστά».